- χρυσίο
- το / χρυσίον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρουσίον Α [χρυσός (Ι)]1. χρυσά νομίσματα2. (κατ' επέκτ.) πολλά χρήματα, πλούτοςαρχ.1. κομμάτι χρυσού2. πλάκα ή κόσμημα χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», Θουκ.)3. χρυσή κλωστή4. προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («δεῡρό νυν, ὦ χρύσιον» — έλα τώρα, χρυσό μου, Αριστοφ.)5. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῶν παιδίων αἰδοῑον».
Dictionary of Greek. 2013.